GreekBooks CDS

Basket

ΚΑΛΑΘΙ

Φορεσιά Αλαγονίας ή Κουτσαβίτας

[show_more more=”Για σχετικά προιόντα πατήστε εδώ” less=”Hide”]

Πατήστε τον από κάτω σύνδεσμο

Παραδοσιακές φορεσιές

[/show_more]

 

Η φορεσιά της Αλαγονίας ή Κουτσαβίτας φοριόταν καθημερινά έως το 1965 περίπου, ενώ τώρα μόνο από ορισμένες ηλικιωμένες στην εκκλησία στις γιορτές π.χ. Ευαγγελισμού ή Απόκριες. Κουτσαβίτα λέγεται επίσης και η φορεσιά της εν λόγω περιοχής.

Αλαγονία είναι όνομα ενός από τα έξι χωριά της περιοχής Αλαγονίας. Η περιοχή Αλαγονίας είναι ορεινή περιοχή και βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Μεσσηνίας, σε υψόμετρο από 600 έως 800 μέτρα περίπου. Περιοχή που θυμίζει Ελβετία, μιας και τα λίγα σπίτια των χωριών της βυθίζονται κυριολεκτικά μέσα στο πράσινο, κυρίως στα έλατα. Ευδοκιμούν επίσης και καλλιεργούνται κερασιές, καστανιές, καρυδιές, μηλιές, ελιές και πατάτες. Σημαντικό είναι επίσης να τονίσουμε πως κάθε πρώτο Σάββατο του Σεπτέμβρη συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου για να γιορταστεί στην περιοχή η γιορτή της πατάτας (τηγανητή, βραστή, ψητή) πάντα δωρεάν και ακολουθεί γλέντι με χορούς και τραγούδια.
Στην αρχαία εποχή δε, τα αμπέλια ήταν η κυρίως καλλιέργεια της περιοχής, γι’ αυτό άλλωστε η περιοχή τότε ονομαζόταν Δενθελιάτις ή Δενθελιάτις, λέξη που παράγεται από το δεθνίς που σημαίνει άβραστο αρωματικό κρασί. Αυτά σύμφωνα με το βιβλίο που έχει γράψει ο Αντώνιος Μασουρίδης, κάτοικος της Αρτεμισίας (περίπου το 1938).
Τώρα η περιοχή της Αλαγονίας απαρτίζεται από τα εξής χωριά, με τις ανάλογες αποστάσεις τους από την Καλαμάτα:

1. Νεδούσα ή Μεγάλη Αναστασόβα (24 χιλμ.)
2. Αρτεμισία ή Στερνίτσα(24 χιλμ.)
3. Πηγές ή Μικρή Αναστασόβα (24 χιλμ.)
4. Αλαγονία ή Σιτσόβα (30 χιλμ.)
5. Καρβέλι (22 χιλμ.)
6. Λαδά (24 χιλμ.)

Στα έξι χωριά σήμερα κατοικούν περίπου 800 άνθρωποι, παλαιότερα δε κατοικούσαν πολύ περισσότεροι. Σημειωτέον ότι η περιοχή ανήκε σε Δήμο.
Οι Αλαγόνιοι παλαιότερα, περίπου έως το 1850 είχαν ακόμη ένα όνομα: Πισοχωρίτες, δηλαδή κάτοικοι των πίσω χωριών (μιας και βρίσκονται στην Δυτική – πίσω πλευρά του Ταϋγέτου). Εως το 1850 περίπου η Αλαγονία υπαγόταν διοικητικά στο Νομό Λακωνίας. Εκτοτε υπάγεται στο Νομό Μεσσηνίας. Στην εποχή του Βυζαντίου στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Σλάβοι όπου και παρέμειναν. Ηταν άνθρωποι τεμπέληδες και φιλόμουσοι, το δε μουσικό τους όργανο ήταν ο ταμπουράς (αυτά σύμφωνα με διηγήσεις του κυρ Γιάννη Ροβολή, από την Αλαγονία, ο οποίος έχει διαβάσει το βιβλίο του Αντώνη Μασουρίδη).
Η φορεσιά τώρα της Αλαγονίας ή Κουτσαβίτας φοριόταν καθημερινά έως το 1965 περίπου, ενώ τώρα μόνο από ορισμένες ηλικιωμένες στην εκκλησία στις γιορτές π.χ. Ευαγγελισμού ή Απόκριες.
Κουτσαβίτα λέγεται επίσης και η φορεσιά της εν λόγω περιοχής και ως προς το όνομα υπάρχει η παρακάτω εξήγηση: Αβία είναι μια μικρή περιοχή της παραλιακής Μάνης και σε ευθεία απόσταση αρκετά κοντά στην Αλαγονία. Κάποιος λοιπόν που την σύγκρινε, την βάφτισε Κουτσαβίτα. Κούτσι είναι τούρκικη λέξη που σημαίνει μικρή.
Μετά από επιτόπιες έρευνες τεσσάρων χρόνων, πληροφορίες από πολλές γερόντισσες και αυθεντικά κομμάτια που διαθέτουμε, αποδείχτηκε ότι η φορεσιά αποτελείτο από τα εξής κομμάτια:
1) Το πουκάμισο: Φοριόταν εσωτερικά ήταν μακρύ, χωρίς να φαίνεται από το φουστάνι, υφαντό, χρώματος λευκού ή βυσσινί. Ξεκινούσε από τους ώμους δίχως μανίκια, με άνοιγμα στο στήθος.
2) Το μεσοφόρι ή μισοφόρι: Φοριόταν απέξω από το πουκάμισο άρχιζε από τη μέση, με σούρα από λάστιχο. Ηταν υφαντό με ρίγες, συνήθως βυσσινί χρώματος ή λευκού, με κόκκινες ρίγες (χωρίς
κεντήματα).
3) Το μπούστο: (φοριόταν αντί για στηθόδεσμο). Μπλούζα με κουμπιά, χρώματος εκρού – λευκού γύρω από το γιακά και στο άνοιγμα έφερε κόκκινο συνήθως χρώματος δαντέλα.
4) Η τραχηλιά: Μεταξωτό ύφασμα χρώματος βυσσινί, διαστάσεων περίπου 50 Χ 30 εκ., με κεντίδια από λουλούδια διαφόρων σχεδίων. Την τοποθετούσαν για να καλύπτουν το άνοιγμα από το πουκάμισο στο στήθος και ταυτόχρονα το άνοιγμα του φουστανιού ή μακασσιού.
Στην Αλαγονία την συναντήσαμε με τρύπα σχεδόν στην μέση, απ’ όπου την περνούσαν από το κεφάλι στο λαιμό και την έπιαναν στο κάτω μέρος με παραμάνες, ενώ στην Αρεμισία κομμένη στο επάνω μέρος στο σχήμα του λαιμού, πιάνοντάς την και στην πλάτη με παραμάνες. Να σημειωθεί δε, πως την τραχηλιά την φορούσαν συνήθως τις γιορτές ενώ τις καθημερινές μόνο τον μπούστο.
5) Το φουστάνι ή αλαντζάς: Στην Αρτεμισία το λένε και μακάσσι. Το υφαντό φουστάνι που ονόμασαν έτσι από τον αλαντζά (ύφασμα) που χρησιμοποιούσαν για να το ράψουν. Οι αποχρώσεις και οι ποιότητες που χρησιμοποιούσαν ήταν τέσσερις:
α) Ο ψιλοκοφτός στα χρώματα μπλε – κόκκινο – άσπρο, που θεωρείτο φτωχικός αλαντζάς και χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους φορεσιά.
β) Ο άσπρος αλαντζάς. Εδώ κυριαρχούσε το άσπρο με λίγο κόκκινο και θεωρείτο καλή ποιότητα – σχέδιο.
γ) Ο κίτρινος αλαντζάς: Κυριαρχία του κίτρινου χρώματος με λίγο κόκκινο – μπλε – άσπρο. Θεωρείτο το ίδιο καλή ποιότητα – σχέδιο.
δ) ο κουκουλάρικος. Χρώματα κόκκινο – μπλε. Θεωρείτο ο καλύτερος αλαντζάς μιας και το κόκκινο χρώμα προερχόταν από κουκούλια.
Και να θυμηθούμε λίγο την διαδικασία με τα κουκούλια: έπαιρναν τα σκάρτα κουκούλια (τα καλά τα πουλούσαν) πριν βγουν οι νύμφες (πεταλούδες), τα αποξήραιναν στον ήλιο, έβραζαν έπειτα νερό, τα βουτούσαν μέσα και μετά τα στέγνωναν. Αυτά φούσκωναν και τελικά τα έξαιναν, με την διαδικασία που όλοι γνωρίζουμε. Τέλος τα έβαφαν με το ριζάρι στο κόκκινο χρώμα.
Τί ήταν τώρα το ριζάρι; Το ριζάρι είναι χόρτο ( θα προσπαθήσουμε να έχουμε στο συνέδριο) του οποίου τη ρίζα στουμπούσαν – έλιωναν, την έβραζαν κατόπιν και τελικά έβγαζαν ένα ανεξίτηλο ωραίο κόκκινο χρώμα.
Το μήκος του αλαντζά φτάνει έως τη γάμπα περίπου, φέρει δε γύρω-γύρω και σε απόσταση περίπου δέκα πόντων από τον ποδόγυρο σειρές με σιρίτι πράσινου, μπλε, ή κίτρινου χρώματος.
Ανεξάρτητα όμως από τα χρησιμοποιούμενα χρώματα το σχέδιο παρέμενε το ίδιο: με λεπτές πάντα ρίγες. Στο ράψιμο δε, οι ρίγες έπεφταν κατακόρυφα και στο φουστάνι – μακάσσι, αλλά και στα μανίκια του φουστανιού. Εφερε, εκτός από το μπροστινό μέρος, σε πλάτος 30 εκ. περίπου πιέτες από τη μέση έως τον ποδόγυρο, πλάτους 8-10 εκ. Το επάνω μέρος ήταν σχεδόν εφαρμοστό, με στενά μανίκια και άνοιγμα σχήματος V, που ξεκινούσε από την κοιλιακή χώρα, χωρίς κουμπιά (επίσης τον καλύτερο αλαντζά φορούσαν στην γιαγιά στο τελευταίο της ταξίδι στο θάνατο).
6) Μεσοφόρι ή μισό (αντί του αλαντζά): Φούστα, όπως το κάτω μέρος του αλαντζά, που φορούσαν συνήθως τις καθημερινές, με το μπούστο επάνω. Χαρακτηριστικό είναι το δίπλωμα του αλαντζά και του μεσοφοριού για να διατηρηθούν οι πιέτες (φαίνεται στο Video).
7) Γιούρντα: Χοντρό μάλλινο επανωφόρι της νεροτριβής χρώματος μαύρου, μακρύ έως τη μέση, δίχως κουμπιά, που το φορούσαν μέχρι το 1940 περίπου. Ηταν χωρίς κεντήματα, έφερε δε γύρω-γύρω κόκκινο στουά (κορδόνι), καθώς και κόκκινο φυτίλι. Αριστερά και δεξιά του λαιμού πάνω σε σιρίτι κόκκινου χρώματος έφερε χιαστί βελονιές χρώματος κίτρινου που κατέληγαν σε δύο μικρές κόκκινες φουντίτσες. Φουντίτσες είχε και στην περιοχή κάτω από τη μασχάλη.
8) Το γιουρντί (αντί της γιούρντας): Κοντό αμάνικο γιλέκο μαύρου χρώματος πάλι της νεροτριβής, χωρίς ιδιαίτερα κεντήματα, όπως αναφέραμε και για τη γιούρντα, το οποίο κράτησαν έως το τέλος (δηλαδή το 1965).
9) Ζουνάρι: Καφέ – κόκκινο με ρίγες, υφαντό. Εδενε με φιόγκο στο αριστερό μέρος του αλαντζά και κρεμόταν έως κάτω την άκρη του.
10) Μπαρέζι: Το καφέ μαντήλι (με λίγα κρόσια) που έδενε φιόγκο στο αριστερό μέρος του κεφαλιού και το φορούσαν τις γιορτινές μέρες, αφήνοντας λίγα μαλλιά να φαίνονται εμπρός. Το δέσιμο αυτό το έλεγαν και φακιόλι.
11) Το γιεμενί: Στην Αρτεμισία το έλεγαν και σαμί. Το κίτρινο μαντίλι με λουλούδια που φορούσαν τις Απόκριες συνήθως, ή στην καθημερινή τους φορεσιά.
12) Τσεμπέρα: Μαύρο μαντίλι που χρησιμοποιούσαν στα πένθη (τότε βέβαια άλλαζε δέσιμο) και κρατούσαν κατόπιν και σ’ όλη τους τη ζωή οι ηλικιωμένες. Σταύρωναν τις δύο άκρες πίσω από το λαιμό και κατόπιν τις έφερναν μπροστά και τις άφηναν ριχτές στο στήθος, δίχως να φαίνονται τα μαλλιά.
Κοσμήματα τέλος, δεν φορούσαν. Ισως μετά το 1950 να φορούσαν κάποια καρφίτσα αριστερά ή σταυρό χρυσό.
Τέλος, κλείνοντας, αξίζει να τονίσουμε τις υπάρχουσες διαφορές ανάμεσα στα δικά μας στοιχεία και σε εκείνα που έχουν παρουσιαστεί σε προηγούμενη σχετική εργασία που δημοσιεύτηκε σε βιβλίο, για παράδειγμα, δεν γύριζαν την άκρη του φουστανιού στο ζωνάρι (αυτό συνέβαινε πράγματι, αλλά μόνο στη βρύση ή στο ποτάμι), κοσμήματα δεν φορούσαν, οι ρίγες στα μανίκια έπεφταν κατακόρυφες, το δέσιμο του μαντιλιού ήταν φιόγκος αριστερά.

ΚΩΝ/ΝΟΣ Π. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Χοροδιδάσκαλος και ερευνητής

Ζητήστε το Αλμπουμ 40 Ελληνικές Φορεσιές

Από τις Εκδόσεις του θεάτρου Ελληνικών  Χορών “Δόρα Στράτου”

Loading...