Γυναικεία φορεσιά στο Αγηρνάς-Αναργυράσιο Καππαδοκίας
Για σχετικά προϊόντα πατήστε ΕΔΩ
Το χωριό Αγηρνάς βρίσκεται 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Καισάρειας και ονομάζεται στα ελληνικά Αναργυράσιο ή Αγιοι Ανάργυροι. Στις αρχές του αιώνα μας κατοικούνταν από 50 οικογένειες χριστιανικές και 180 μουσουλμανικές. Είχε δύο εκκλησιές αφιερωμένες στο όνομα του Αγίου Προκοπίου. Η παλιά ήταν χαμηλή και σκοτεινή, η νέα χτίστηκε το 1857 με πελεκητή πέτρα. Είναι ευρύχωρη με μεγάλα παράθυρα και υπάρχει μέχρι σήμερα. Οι χριστιανοί ήταν τουρκόφωνοι, η εκκλησιαστική λειτουργία γίνονταν στη βυζαντινή γλώσσα και το σχολείο είχε 40 μαθητές.
Κοντά στο Αγηρνάς ήταν το Ζιντζίντερε (Φλαβιανά) με την περίφημη μονή του Τιμίου Προδρόμου με την ευθύνη της οποίας λειτουργούσαν στο χώρο γύρω από αυτήν σχολεία που με τη σημερινή διαβάθμιση μπορούν να ισοτιμηθούν με Γυμνάσιο, Λύκειο, Ιερατική Σχολή, Σχολή Δασκάλων και ορφανοτροφεία αρρένων και θηλέων.
Η μονή αυτή με τα σχολεία και τα ιδρύματά της αποτέλεσε τον θρησκευτικό,πνευματικό και ιδεολογικό φάρο για τους Ρωμιούς της ευρύτερης Ανατολίας. Ελάχιστοι νέοι από το Αγηρνάς φοίτησαν στα σχολεία αυτά. Στα καραμανλήδικα το κείμενο γράφονταν με ελληνικούς χαρακτήρες και οι λέξεις ήταν τουρκικές. Οι περισσότεροι άνδρες του Αγηρνάς εργάζονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου ίδρυσαν το 1911 την ομώνυμη αδελφότητα η οποία έδειξε μεγάλη δραστηριότητα και σε διάστημα δέκα χρόνων έγινε κάτοχος δύο μεγάλων σπιτιών στην Κων/πολη. Με τα εισοδήματα που απέδιδε το ενοίκιο και με τις συνδρομές των μελών της αδελφότητας συντηρούνταν το σχολείο και δίνονταν βοήθεια σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Οι δαπάνες της μεγάλης μετοικεσίας έγιναν με την οικονομική συνδρομή της αδελφότητας.
Τα τραγούδια ήταν τουρκόφωνα. Υπάρχουν όμως πολλά τραγούδια που αναφέρονται σε χριστιανικά ονόματα όπως Συμεών, Ελένη, Κωνσταντίνος, Χαράλαμπος κ.α. Το τραγούδι “Κέσι Μπαγλαρί” έχει 36 στροφές, είναι καθιστικό τραγούδι του αποχωρισμού και της αποδημίας και τραγουδιούνταν σε όλη τη Μικρασία απο Ρωμιούς και Τούρκους. Μια στροφή του τραγουδιού αυτού αναφέρει: “Γιουτσέκ βούρουν καμπανάμι αζαλάρ, Μπεν τζαχίλ’ιμ κεμικλερίμ σιζιλάρ’ Που σημαίνει: “Χτυπήστε δυνατά για μένα την καμπάνα, επίτροποι, εγώ είμαι νέος και πονούν (τσούζουν) τα κόκκαλά μου”.
Το Αγηρνάς αποτελεί ένα απο μια αλυσίδα χωριών και κωμοπόλων γύρω απο το Αργαίο όρος που έχουν οικονομικό και διοικητικό κέντρο την Καισάρεια. Κοινό χαρακτηριστικό στην αλυσίδα αυτή μπορούμε να αναφέρουμε την τουρκική γλώσσα και την αναλογική πληθυσμιακή σύνθεση ως προς την εθνικότητα των κατοίκων με κυρίαρχο στοιχείο το τουρκικό.
Σε περιόδους γαλήνης η συμβίωση των ανθρώπων ήταν αρμονική και υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός των ηθών εθίμων και της θρησκευτικής ταυτότητας. Ο κοινωνικός, θρησκευτικός και πολιτισμικός βίος λειτουργεί στα πλαίσια των κοινοτικών κανόνων και των παραδοσιακών αρχών. Η μια κοινωνική τάξη που συνθέτει την κοινότητα είναι οι ξενιτεμένοι και η άλλη είναι εκείνη που μένει πιστή στον γεννήτορα τόπο και ζει με τους πόρους που παρέχει η καλλιέργεια της γης. Ο κλονισμός της ισορροπίας μεταξύ των δύο τάξεων αποβαίνει σε βάρος του γενικού συνόλου πράγμα καθόλου ασυνήθιστο. Οι ξενιτεμένοι αφήνουν την οικογένεια στον τόπο τους και έτσι διατηρείται το πολύπλευρο ενδιαφέρον και ο στενός δεσμός μ’ αυτόν. Αυτοί μεταφέρουν τα μηνύματα προς το κέντρο και τις νέες ιδέες προς τη γενέτειρα χώρα.
Η νέα ανδρική και γυναικεία μόδα μεταφέρεται μαζί με τις νέες ιδέες. Ετσι η απόμακρη Καππαδοκία ενδύεται ανάλογα με τις επιταγές των καιρών. Μαζί με τα άλλα η καινούργια ενδυμασία είναι δείγμα της προκοπής που έκανε στην ξενητειά εκείνος που για χάρη της εγκατέλειψε πατρίδα, οικογένεια, γονείς και παιδιά. Το έτος 1924 σήμανε το τέλος της Μικρασιατικής Ρωμιοσύνης. Οι μισές περίπου οικογένειες μαζί με άλλες δέκα απο τα κοντοχώρια του Αγηρνάς ήρθαν και εγκαταστάθηκαν την Ανοιξη του 1925 στους Ασκητές Ροδόπης. Οι άλλες μισές έμειναν γύρω στην Αθήνα. Πολλά από τα πολιτιστικά και εθιμικά στοιχεία που συνόδευαν τον προσφυγικό κόσμο προσφέρθηκαν θυσία στην ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Η ανάγκη αυτή υποβάθμισε και εξαφάνισε τις ενδυμασίες που είχαν μεταφερθεί απο την παλιά στη νέα πατρίδα. Πολλές σάπισαν μέσα στα μπαούλα ή χρησιμοποιήθηκαν για να ντύνονται καρναβάλια. Οι μαρτυρίες λένε: “Παντρεύτηκα στην Κατοχή την έκοψα και την έραψα νυφικό”. “Την κομμάτιασα και την έκανα πέντε βράκες για τα παιδιά μου”. “Δεν είχα τίποτα άλλο, την έκοψα κομμάτια και την έκανα πάνες, φασκιές και κλόπανα για τα μωρά μου”.
Η ενδυμασία-φορεσιά: Προέλευση και κατοχή
Η φορεσιά που έχουμε από το Αγηρνάς Καππαδοκίας ράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν απο 130 χρόνια περίπου. Τη φορούσε η γιαγιά της Αβραμίδου Δέσποινας η οποία κατάγεται απο το Αγηρνάς και κατοικεί σήμερα στο Παγκράτι (έτος γεν. 1908). Ο παππούς της ήταν σαράφης-χρυσοχόος, χρηματιστής στην Πόλη. Παραδόθηκε το 1981 στον Κεσαρίδη Νικόλαο, κάτοικο Κομοτηνής ο οποίος είναι μακρυνός συγγενής της δωρήτριας και ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου Καππαδόκων Ροδόπης. Εχει αναλάβει την διατήρηση και την συντήρησή της και την παραχωρεί όποτε είναι ανάγκη στη διάθεση του συλλόγου. Η δωρήτρια είπε με έμφαση πως φοριόταν πάντα με σκουφάκι (φέσι) που είχε φούντα με χρυσαφένια, λεπτά σαν τρίχα σύρματα. Το σκουφάκι αυτό έχει χαθεί και δεν υπάρχε.
Φοριόταν μόνο τις επίσημες και γιορταστικές μέρες όπως Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, σε γάμους, στην ονομαστική γιορτή, στην εκκλησία, όταν βαφτίζονταν παιδί της οικογένειας και όταν ερχόταν ο μητροπολίτης στο χωριό. Για τις άλλες μέρες υπήρχαν ενδυμασίες πιο απλές.
Γενική περιγραφή
Η φορεσιά στο σύνολό της έχει χρώμα γαλανό (σεμαβί-πρασουράνιο. Το ύφασμα είναι βαμβακερό ατλάζι. Αποτελείται απο τρία μέρη, την φούστα, την έξω ζακέτα και την έσω ζακέτα (ρουσάκι. Η φούστα είναι φαρδιά και μακριά. Φτάνει μέχρι τους αστραγάλους και μόλις αφήνει να φαίνονται τα παπούτσια. Στο επάνω μέρος έχει θέση για το κορδόνι που στερεώνει τη φούστα στη μέση και ολόγυρα έχει τσακίσματα σε σχήματα ρομβοειδή μικρά. Στο ύψος των γονάτων έχει πρόσθετη επικάλυψη απο το ίδιο ύφασμα που περιτυλίγει γύρω-γύρω όλη τη φούστα στο φάρδος. Η επικάλυψη είναι πτυχωτή, έχει πλάτος 15 εκατοστά και είναι ραμμένη σε δύο γραμμές που απέχουν μεταξύ τους 10 εκατοστά και φαίνονται σαν κορδόνια γύρω-γύρω από το ίδιο ύφασμα. Πάνω και κάτω απο τα κορδόνια αυτά σχηματίζονται υφασμάτινες προεξοχές σε πλάτος δακτύλου σαν τα δόντια χτένας. Η επικάλυψη αυτή σαν ζωνάρι δίνει φόρμα στη φορεσιά και δεν την αφήνει να μένει κολλητή στους μηρούς και τα γόνατα.
Η εξωτερική ζακέτα έχει μανίκια εφαρμοστά που φτάνουν μέχρι το επικάρπιο της παλάμης. Είναι κουμπωτή μπροστά με κουμπιά στο χρώμα της φορεσιάς. Ο γιακάς είναι ορθός και κοφτός. Στο κάτω μέρος υπάρχει επικάλυψη με οδοντωτές προεξοχές προς τα επάνω όπως εκείνη των γονάτων. Η ζακέτα είναι κουμπωτή μεσάτη και ανοίγει λίγο προς τα κάτω, ενώ προς τα πάνω φαίνεται να στηρίζει τα στήθη της γυναίκας και να προσδιορίζει τον όγκο τους. Στο κάτω μέρος της πίσω πλευράς υπάρχουν πολλά τσακίσματα και εγκοπές που φάινονται σαν παρομοιάσματα φτερών. Εσωτερικά χρησιμοποιούνται πολλά κομμάτια στερεωτικής άσπρης φόδρας.
Η εσωτερική ζακέτα είναι με μανίκια, τα οποία απολήγουν κοντά στην παλάμη σε ριγωτό υφασμάτινο πρόσθετο. Εχει το ίδιο ύφασμα και χρώμα της φορεσιάς. Στο πίσω μέρος είναι απλή. Σε όλο το γύρω του μπροστινού ανοίγματος έχει δύο σειρές κορδόνι με κεντητό σε μηχανή. Στο επάνω μέρος του στέρνου έχει δαντέλα διάφανη που φτάνει και περιτυλίγει το λαιμό σαν γιακάς. Δεν έχει σκληρές στερεωτικές φόδρες, είναι κοντύτερη απο την έξω ζακέτα και αγκαλιάζει το επανοκόρμι σφιχτά. Στο ολικό ντύσιμο φαίνεται μόνο το ριγωτό μέρος στο τέρμα των μανικιών και η δαντέλα που γίνεται γιακάς.
Τα μανίκια είναι ευρύχωρα. Στην πίσω πλευρά έχει ένα συρίτι κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και δύο πλαϊνά που σχηματίζουν την ωμοπλάτη. Φοριόταν στη θέση του σημερινού πουκάμισου ή του γιλέκου όταν η γυναίκα είχε να κάνει κάποιες ελαφρές δουλειές του σπιτιού για εξυπηρέτηση ξένων ή όταν έπρεπε να ελαφρώσει το
ντύσιμο λόγω της ζέστης. Τσέπες δεν έχουν ούτε η έσω ούτε η έξω ζακέτα.
Ο σκούφος (φέσι)
Η πρώτη κάτοχος της ενδυμασίας και όλοι οι πληροφορητές μας επιμένουν πως το φέσι ήταν απαραίτητο συνοδευτικό της φορεσιάς. Δυστυχώς δεν έχουμε αυθευντικό δείγμα. Με συμβουλές Αγηρνασιώτη πρόσφυγα (ετ.γεν. 1908) κατασκευάσαμε το 1981 ένα φέσι το οποίο είχε χαθεί ( βλ. φωτογραφία). Ο σκούφος που φαίνεται στην πρόσφατη φωτογραφία είναι απο μια φορεσιά Αμαλία. Η χρυσοφούντα είναι γνήσια απο το Αγηρνάς και έχουμε άλλη μια παρόμοια απο κοντοχώρι. Οι λεπτομέρειες και ομοιότητες στις δύο φούντες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακές. Οι πληροφορητές μας λένε πως το χρώμα στο φέσι ήταν αυτό του αίματος. Αλλοτε πάλι είχε το χρώμα της φορεσιάς με πολύχρωμα χτυπητά κεντήματα επάνω. Φοριόταν ελαφριά πάνω απο τα ελεύθερα μαλλιά και έγερνε λίγο προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η χρυσοφούντα έπεφτε ανάλογα και αυτή. Οταν τα μαλλιά ήταν σφιχτοδεμένα συνήθως το φέσι δε φοριόταν. Η φορεσιά αυτή είναι η μοναδική που έχουμε απο το Αγηρνάς και δεν έχει καμιά ομοιότητα με εκείνες που αποτυπώνουν συνήθως το ανατολίτικο ντύσιμο. Είναι αυθεντική ως προς τον τόπο και το χρόνο και δείχνει πως η “μόδα” που έντυνε την βασιλική αυλή της Ελλάδος έφτανε μέχρι την απόμακρη Καππαδοκία.
Το ίδιο ισχυρή μπορεί να ήταν και η μόδα που έρχονταν από την αυλή της “Ομόδοξης Ρωσίας”. Κατά προσέγγιση η αρχή της επιρροής αυτής προσδιορίζεται στα μέσα του περασμένου αιώνα. Η αντιπροσωπευτικότητα της φορεσιάς για τους Ρωμιούς της “περί Αργαίον” Καππαδοκίας είναι εντυπωσιακή και φανερώνεται από τα λεγόμενα των πλη- ροφορητών .”Η γιαγιά μου είχε μια τέτοια φορεσιά και έλεγε πως την έραψε στην Καισάρεια”. “Η μάνα μου είχε τέτοιο φόρεμα που είχε πιο ανοιχτό χρώμα”. “Η μάνα μου φορούσε τις γιορτές τέτοια ρούχα και έλεγε πως τα πήρε απο τη γιαγιά μου”. “Η γιαγιά μου ήταν γνήσια Καισαριώτισσα φορούσε τέτοια ρούχα”. Ο Ιωάννης Ιωαννίδης στο βιβλίο του “Καισάρεια Μητροπολιτλερί 1896” γράφει σχετικά με τα Φάρασσα της Καππαδοκίας “… Οι Φαρασιώτες μένουν ανεπηρέαστοι απο την εξέλιξη και την πρόοδο. Αυτό φαίνεται απο το ότι διατηρούν τα ήθη, έθιμα και τον τύπο της ενδυμασίας που είχαν 100-200 χρόνια πριν”.
Ο Γαβριήλ Σεβδύνογλου-Φαρασόπουλος από το Αγηρνάς (ετ.γεν. 1905) λέγει: “Περνούσαν μερικές φορές Φαρασιώτες απο το χωριό μας για να διανυκτερεύσουν. Βλέπαμε τα ρούχα τους που ήταν παράξενα για μας και απορούσαμε από που έρχονται. Ηταν πολύχρωμα, όμορφα ρούχα με ψηλές μπότες. Εμείς δε φορούσαμε τέτοια ρούχα”. Και συνεχίζει: “Κοντά στο Αγηρνάς γινόταν το μεγάλο πανηγύρι του Αϊ Κοσμά (1 Ιουλίου). Ημουν παιδί και πήγα με τους γονείς μου. Ηταν χιλιάδες κόσμος. Ηρθε ένα παϊτόν (λαντό) με δύο άλογα και κατέβηκε μιά κυρία. Ελεγαν πως ήταν Ρωμιά απο το Ταλάς. Φορούσε μία γυαλιστερή φορεσιά και ένα καπέλο μεγάλο σαν ομπρέλα. Σειρά οι λίρες στο λαιμό της. Η φορεσιά είχε ουρά που ακουμπούσε στη γη και απο τρία μέτρα πίσω την κρατούσε μία υπηρέτρια. Ο κόσμος που έβλεπε σχολίαζε άσχημα. *Ηταν μεγάλη πρόκληση και ντροπή να κάνει τέτοια επίδειξη. “Ολα αυτά τα έφαγε , τα ρούφηξε ο πόλεμος μαζί όμως πήρε στο χώμα πολύ κόσμο που δεν έφταιγε σε τίποτα”.
Είναι φανερό πως οι Ρωμιοί της Καππαδοκία από τα μέσα του περασμένου αιώνα δέχονται την επίδραση της νέας μόδας που έρχεται από τη Δύση. Η αποδοχή όμως διαφέρει απο τόπο σε τόπο.(Τα Φάρασσα είναι μέσα στα φαράγγια του Αντίταυρου απομονωμένα).
Ως προς το ερώτημα: Τι έγιναν οι φορεσιές που ήρθαν με την προσφυγιά στη νέα πατρίδα, οι πληροφορητές συμφωνούν και ομοφωνούν ότι μεταποιήθηκαν ή καταστράφηκαν στην περίοδο 1925-1955 οπότε έγιναν κακόγουστα νυφικά, βρακιά, μαξιλάρια, πάνες για μωρά, κουρελούδες και σκορπίστηκαν σαν πράγματα άχρηστα και οπισθοδρομικά, προφανώς γιατί θύμιζαν τα παλιά κακά χρόνια της δουλωσύνης και της υποτακτικότητας.
Βασίλειος Φαρασόπουλος Δάσκαλος
Ιασμος Ροδόπης 69200
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με Γυναικείες Φορεσιές αναζητήστε το Αλμπουμ
40 Ελληνικές Φορεσιές από τη συλλογή του Θεάτρου Ελληνικών Χορών “Δόρα Στράτου”
Κάντε κλικ εδώ