GreekBooks CDS

Basket

ΚΑΛΑΘΙ

ΟΙ ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΟΙ ΛΑΒΥΡΙΝΘΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

Λυκεσάς, Γεώργιος

Κατ’ αρχήν θέλω να αναφερθώ στην Έννοια του χορού στην αρχαία Ελλάδα.

Δεν υπάρχει κανένας λαός στην Ιστορία της ανθρωπότητας που να τίμησε τόσο και να έδωσε τόση αξία στο χορό όπως οι Έλληνες.

Στην εποχή της ακμής του Ελληνικού πολιτισμού υπήρχαν πλήθος από αναφορές για τον χορό. Η θέση του χορού στη διαπαιδαγώγηση, στη θρησκεία και στη ζωή τους, δεν παραγκωνίσθηκε στην περίοδο των υψηλότερων πνευματικών επιτευγμάτων.

Η λέξη «ορχούμαι» στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει «χορεύω». Έχει όμως μια ουσιαστικά πλατύτερη έννοια συγκριτικά με τη σημερινή σημασία της λέξεως «χορεύω». Στον αρχαίο χορό ανήκουν ρυθμικές δραστηριότητες όπως παρέλαση, λιτανεία, ρυθμικά παιχνίδια, το παίξιμο της μπάλας, ταχυδακτυλουργίες, ακροβασίες, σχοινοβασίες και χειρονομίες του χώρου της τραγωδίας. Ακόμη και τις ρυθμικές κινήσεις των ζώων και άλλων φαινομένων της φύσης, όπως τη ροή των ποταμών, τις βάρκες πάνω στο νερό, μπορούμε να τα ονομάσουμε χορό. «Όλη η γη θα χορέψει», αναφέρει ο Ευριπίδης στις Βάκχες στ. 114 (L. B. Lawler, 1964).

Επίσης ρυθμικές κινήσεις μερών του σώματος όπως των χεριών, των ποδιών, του κεφαλιού και των ματιών, μπορεί κάποιος να τις νοήσει ως χορό. Έτσι υπήρχε ένα σύστημα πολυπληθών και πολύπλοκων μιμητικών συμβολικών κινήσεων των χεριών που ονομάστηκαν «χειρονομία» και από περιγραφές παλαιών συγγραμμάτων αρκετά εκτενείς αλλά και από ξένους μελετητές χαρακτηρίσθηκε ως εντυπωσιακή, κατανοητή και πειστική.

Μουσική, ποίηση και χορός αποτελούν για τους Έλληνες όψεις του ίδιου πράγματος που το συνέδεαν με την έννοια που ονόμαζαν «Μουσική» ως τέχνη των Μουσών. Μ’ αυτό τον τρόπο εννοούσαν κατά προέκταση την «Παιδεία του Νου» (πνευματική μόρφωση). Στην αντίληψη των Ελλήνων «η ζωή των άλλων λαών δεν έχει κανένα νόημα εφόσον είναι χωρίς χορούς, χωρίς τον Ελικώνα και χωρίς τις Μούσες» (Λυκεσάς Γ. 1989).

Ειδικότερα θα αναφερθώ σε έναν από τους αρχαίους χορούς του αρχαίου Ελλαδικού χώρου, τον χορό του Λαβυρίνθου.

Οι πιο παλιές πληροφορίες που δίνονται για τον λαβύρινθο από τον Ελληνικό χώρο προέρχονται από την Κρήτη, όπου γύρω στα 3.000 – 1.400 π.Χ. άνθισε ένας μεγάλος και αξιόλογος πολιτισμός. Από ανασκαφές του Arthur Evans και του καθηγητού Νικ. Πλάτωνα στην Κνωσό και από συγκρίσεις στους Κρήτες και με έρευνα από τις Μυκήνες, όπου ο Heinrichj Schlieman και Wilhelm Dorpheld έκαναν ανασκαφές τον 19ο αιώνα που συνεχίστηκαν στον αιώνα μας από τους Α. J. B.Vece, Γιώργο Μυλωνά κι από άλλους, προκύπτει ότι ο σε υψηλό επίπεδο αναπτυγμένος πολιτισμός των Κρητών προηγήθηκε της Μυκηναϊκής εποχής. Πολλά αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν ότι οι χορευτικές δραστηριότητες των Κρητών ήταν πολύ  πλούσιες και επηρέασαν αναμφίβολα τους χορούς της Μυκηναϊκής εποχής. (Λυκεσάς Γ. 1989).

Οι κάτοικοι της Κρήτης καλλιεργούσαν την οργανική μουσική, το τραγούδι και το χορό. Ο χορός είχε γι’ αυτούς πολύ μεγάλη σημασία όχι μόνο ως θέαμα και ψυχαγωγία, αλλά και ως ένα σπουδαίο αναπόσπαστο μέρος της θρησκευτικής τους ζωής.

Η κύρια θεότητα στην προϊστορική Κρήτη ήταν η μεγάλη μητέρα Γη, θεά της γονιμότητας που λατρευόταν σε σπηλιές, βουνοκορφές, ολοάνθιστους κάμπους. Οι ιερείς της μεταμφιεζόταν με ζωόμορφες μάσκες σε δαίμονες βλάστησης. Πρόσφεραν σπονδές και ιερά κλαδιά στη θεά.

Η επίκληση της μεγάλης μητέρας θεάς γινόταν με τους ήχους του Τρίτωνα και με εκστατικούς χορούς. Οι χοροί αυτοί είναι κυκλικοί σε κλειστό και ανοικτό τύπο. Οι κυκλικοί αυτοί χοροί εκφράζουν μια τεράστια μαγική δύναμη σε όλους τους αρχαίους λαούς (Ν. von Bohm, 1925). Ο κυκλικός χορός γίνεται ο μαγικός κύκλος που εξαγνίζει και διώχνει τα κακά πνεύματα με σκοπό την κάθαρση και την απελευθέρωση από αυτές τις κακές δυνάμεις.

Οι άνδρες χορεύουν αυτούς τους ιερούς κυκλικούς χορούς κρατούμενοι από τους ώμους γύρω από ένα δέντρο, ένα βωμό, μια στήλη ή άλλα μυστικιστικά αντικείμενα και οι γυναίκες χορεύουν γύρω από έναν μουσικό που έπαιζε λύρα, αυτούς τους κυκλικούς μυστικιστικούς χορούς.

Υπάρχουν μαρτυρίες για χορούς στην Κρήτη οι οποίοι εκτελούνταν σε διάφορους σχηματισμούς και σχέδια. Κατά την εκτέλεση αυτών των χορών οι χορευτές ξεφεύγουν από την απλή μορφή του κύκλου και καταλαμβάνουν μια θέση, σχηματίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη μορφή ενός κρίκου ή μιας φουρκέτας. Στη θέση αυτή παραμένουν έτσι ώστε να τους δουν οι θεοί και οι θεατές. Αυτοί οι συμβολικοί σχηματισμοί με συμμετοχή των θεατών ήταν ένα συστατικό στοιχείο τιμής και λατρείας προς την κυριότερη θεά της Κρήτης, τη μητέρα Γη.

Ο Πλούταρχος στον «Βίο του Θησέα» καθώς και διάφοροι άλλοι μελετητές και συγγραφείς αναφέρουν την παράδοση ενός χορού από την Κρήτη που λεγόταν «χορό του Λαβυρίνθου». Σ’ αυτόν οι χορευτές πιάνονταν σφικτά ο ένας με τον άλλο, θυμίζοντας διάταξη αρχαίας φάλαγγας, ώστε  να σχηματίζουν ένα φίδι με ελικοειδείς κινήσεις, συμβολίζοντας την πορεία μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ενός λαβυρίνθου. Πραγματικά ο χορός του λαβυρίνθου δίνει το πολύπλοκο σχέδιο κατασκευής του παλατιού της Κνωσού, από πολύπλοκους διαδρόμους,  έτσι ώστε να γίνεται φανερά δύσκολη αν όχι αδύνατη η έξοδος απ’ αυτόν, καθώς και την εξήγηση για την προέλευση του χορού. Επειδή στη Μινωική τέχνη υπάρχουν πολλές αναπαραστάσεις ανδρών ή γυναικών με κεφάλια ή μάσκες ζώων, μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι ο θρύλος του Μινώταυρου μπορεί να δημιουργήθηκε από έναν τέτοιο χορό κατά την τελετουργία του οποίου ο βασιλιάς ή ο ιερέας φορούσε μάσκα ταύρου (Lilian B. Lawler, 1964). Χοροί με ελικοειδείς κινήσεις υπάρχουν επίσης σε πολιτισμού στους οποίους δεν βρίσκονται κτίσματα παρόμοια με της Κνωσού, γι’ αυτό το λόγο μερικοί τέτοιοι χοροί εξηγούνται ως απομίμηση των κινήσεων του φιδιού.

Οι ρίζες απ’ αυτούς τους χορούς μας φέρνουν πίσω στη λατρεία θεοτήτων που αντιπροσωπεύουν επικίνδυνα ζώα όπως τα φίδια. Από τις αρχαιολογικές ανασκαφές προέκυψε ότι το φίδι λατρευόταν και υπήρχε σαν θεότητα στην Κρήτη. Επομένως, το γεγονός αυτό επισημαίνει ότι ο χορός αυτός συσχετίζεται με το φίδι σαν θεότητα.

Μπορούμε λοιπόν να πιστέψουμε ότι ο λαβύρινθος παρέμεινε σχέδιο χορού λόγω της θεότητας φίδι. Μάλιστα, ο χορός αυτός μπορεί να προχρονολογηθεί της Μινωικής εποχής. Παραστάσεις από την Κρήτη, παρουσιάζουν χορούς στους οποίους οι χορευτές κατευθύνουν με τα χέρια τους φίδια. Αυτό μαρτυρεί λατρεία με χορούς στους οποίους φίδια αντιπροσωπεύουν θεότητες.

Έτσι μπορεί αβίαστα να προκύψει μια άποψη που να συνδυάζει τα παραπάνω. Επειδή ο χώρος της τελετής προς τιμήν της φιδοθεότητας, ήταν σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος του λαβυρινθικού οικοδομήματος, για να φθάσουν ως εκεί θα έπρεπε να διασχίσουν, ένα μεγάλο μέρος της δαιδαλώδους κατασκευής των ανακτόρων χορεύοντας, με αποτέλεσμα να μορφοποιηθεί αυτός  ο χορός και μέσα από την παράδοση να μεταφερθεί στους επιγόνους.

Ο Πλούταρχος στο «Βίο του Θησέα» μας λέει ότι ο μυθικός Αθηναίος ήρωας Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο,  που βρισκόταν μέσα στο λαβύρινθο της Κνωσού. Στην έξοδό του από τον πολύπλοκο λαβύρινθο τον βοήθησε η Αριάδνη, η κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, δίνοντάς του τον μίτο, δηλαδή το νήμα. Φεύγοντας από την Κρήτη με την Αριάδνη και τους νέους και νέες των Αθηνών που ελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία από τον λαβύρινθο, αποβιβάστηκε στη Δήλο και στήνοντας το ομοίωμα της Αφροδίτης που του είχε δώσει η Αριάδνη χόρεψε με τους νέους και νέες γύρω από τον κεράτινο βωμό του θεού Απόλλωνα έναν χορό, αναπαριστώντας με τα σώματα τα «δαρδανέλια» μονοπάτια του λαβυρίνθου που συχνά καταλήγουν στο ίδιο μέρος και οι χορευτές σχηματίζουν σπειροειδείς κύκλους με εσωτερικό και εξωτερικό μέτωπο.

Αυτός  ο τύπος ονομαζόταν στη Δήλο «Γέρανος», φαίνεται ότι το όνομα δεν είχε σχέση με το πτηνό που ονομάζεται «γερανός», αλλά είναι ομώνυμο και προέρχεται από τη γνωστή ρίζα γέρ- που σημαίνει «στριφογυρνώ», όπως τα ποτάμια και τα φίδια.

Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο χορός αναπαριστάνει τη νικηφόρα πάλη του θεού Απόλλωνα με το ιερό φίδι που κουλουριάζεται και συστρέφεται προσπαθώντας να παγιδεύσει το θεό του ήλιου στις θανάσιμες σπείρες του.

Επιγραφές που βρέθηκαν στη Δήλο βεβαιώνουν με αναφορές ότι ο χορός «γερανός» εκτελούνταν στη νύχτα από χορευτές που κρατούσαν «ρύμους». Η λέξη αυτή φαίνεται ότι σημαίνει «σχοινιά» και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι οι χορευτές κρατούσαν ένα μακρύ αντικείμενο σαν σχοινί που να υποδηλώνει φίδι. Μπορούμε λοιπόν να παραλληλίσουμε το τελετουργικό κράτημα ενός μεγάλου φιδιού σε ένα χορό με τους παρεμφερείς χορούς που φαίνεται ότι είχαν οι Μινωικοί Κρήτες. Κι απ’ αυτούς μπορεί κάλλιστα να προήλθαν οι χοροί της Δήλου. Όπως αναφέρεται στο μύθο, φαίνεται ότι ο «Γέρανος» είναι καθαρά ελικοειδής χορός σχήματος λαβυρίνθου ή φιδιού που τον χρησιμοποιούσαν σαν χορό επινίκειο.

Μια άλλη άποψη που υπάρχει από τον Ευστάθιο, Έλληνα σχολιαστή του 12ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος συνδέει τον «γέρανο» με τον Κρητικό χορό του λαβυρίνθου και με τον Ομηρικό χορό από νέες και νέους (Ιλιάδα στ. 590): «Ξόμπλιαζε ακόμα ο κουτσοπόδαρος θεός και χοροστάσι όμοιο μ’ εκείνο πούχε ο Δαίδαλος της ομορφομαλούσας της Αριάδνης στην απλόχωρη Κνωσό παλιά φτιαγμένο. Άγουροι εκεί κι ακριβογόραστες παρθένες είχαν στήσει χορό, κι ένας του άλλου επικρατούσανε πά στον αρμό τα χέρια…. Πιστεύει ότι όλοι αυτοί  οι χοροί εκτελούνταν ανάμικτοι (άνδρας – γυναίκα) εναλλάξ και ότι ο Θησέας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε αυτόν τον σχηματισμό στην Ελλάδα. Ένα Ελληνικό αγγείο των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. δείχνει από τις μορφές της πάνω ταινίας, το χορό «γέρανο» με τον ανάμικτο σχηματισμό.  Τον χορό αυτό που εκτελούνταν στο νησί Δήλο, τον βρίσκουμε και σε άλλα νησιά του Αιγαίου με παρόμοια ονομασία, όπως π.χ. στο νησί της Πάρου, λέγεται «Αγέρανος» ή «Γερανός».

Από το 2.000 π.Χ. έως το 1.600 π.Χ. ξέρομε ότι στην Ηπειρωτική Ελλάδα τα παλαιότερα Ελληνικά φύλα έχουν ζωή απλή, φτωχική και ασχολούνται με τη γεωργία. Την ίδια εποχή η Κρήτη γνωρίζει τεράστια άνθηση και κατασκευάζονται οικοδομικά συγκροτήματα μεγαλύτερα, με τελειότερη δόμηση, πολύπλοκα, με μικρούς διαδρόμους, δαιδαλώδεις διόδους, αλλεπάλληλες αποθήκες, πολυόροφα, αδιέξοδα ξένα προς την απλότητα των ανακτόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας, συνδυαζόμενα με τις πιο συνηθισμένες παραστάσεις των ανάγλυφων ταύρων, ίσως και  πραγματικών ταύρων, που φυλάσσονταν σε περιφράγματα (ευρέθησαν πελώρια κέρατα), ήταν εύκολο να γεννήσουν στη φαντασία των επισκεπτών των ανακτόρων το μύθο του λαβυρίνθου και του Μινώταυρου. Την εποχή αυτή φαίνεται να εγκαινιάζεται μέσα στα ανάκτορα της Κνωσού η τελετουργία της γονιμικής μιμιτικής μαγείας, που συμβολίζεται με το Μινώταυρο και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τη λατρεία της φιδοθεάς. Στον σωβινισμό δε των Αθηναίων πρέπει να αποδώσουμε τη συνέχεια του μύθου  περί του φόνου του Μινώταυρου από τον Θησέα. Παραστάσεις του λαβυρίνθου είναι συνηθέστατο φαινόμενο σε σφραγιδόλιθους, νομίσματα και τοιχογραφίες της Κνωσού. (Μεγάλη Ελληνική εγκ/δεία, τόμος 15).

Η Κρήτη αποκτά μεγάλη δύναμη στη θάλασσα. Από σφραγίδες που βρέθηκαν με παράσταση πλοίων, αποδεικνύεται ότι το ναυτικό επάγγελμα ήταν διαδεδομένο. Μάλιστα οι συγγραφείς Ηρόδοτος, Θουκυδίδης και Πλάτων ομιλούν αρκετά περί της φήμης της θαλασσοκρατίας του Μίνωα (Θουκ. Ι, 13 κεφ. VII 57, 16). Οι εμπορικές σχέσεις με τα νησιά του Αιγαίου, τις Μυκήνες, την Αίγινα ήταν αναπτυγμένες. Τόσο η μεταποιητική παραγωγή όσο και το εμπόριο έχουν διευρυνθεί πολύ περισσότερο από την παλαιοανακτορική περίοδο. Αυτήν την περίοδο υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα εργαστήρια, καθώς και μεγαλύτερες αποθήκες. Το λιμάνι της Κνωσού φαίνεται περισσότερο συστηματοποιημένο. Κατά την τελευταία πρωτομινωική περίοδο κεραμικά προϊόντα της Κρήτης ευρίσκουμε στις περιοχές του ηπειρωτικού και νησιωτικού Ελλαδικού χώρου, που αναφέραμε προηγουμένως, κατά την περίοδο του Καμαραϊκού ρυθμού (ανακτορικός ρυθμός). Τα περισσότερα νησιά, κυρίως οι Κυκλάδες, και η Πελοπόννησος, δέχονται την επίδραση των Κρητών και έχουμε τον πρώτο αποικισμό των.

Κυρίως κατά το τέλος της μεσομινωικής περιόδου 1.900 π.Χ. – 1.700 π.Χ. από συμπεράσματα των αρχαιολόγων Arthur Ewans και καθ. Νικ. Πλάτωνα έχουμε μεγάλη μετάδοση στοιχείων της μινωικής κουλτούρας, δηλαδή της γραμμικής γραφής Α που ήταν διαδεδομένη σε ολόκληρη την Κρήτη βρίσκουμε ίχνη σε νησιά του Αιγαίου, στις Μυκήνες και την Κύπρο (Σ. Μαρινάτος, 1959).

Το τέλος της υστερομινωικής περιόδου έρχεται με μια τρομερή καταστροφή κατά τα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Η κυρίαρχη πολεμική  ομάδα του Μίνωα εξαφανίζεται ενώ τα ανάκτορά της ισοπεδώνονται. Στο σημείο αυτό διατυπώνεται η άποψη ότι η Κρήτη καταστράφηκε από σεισμούς. Ο Σ. Μαρινάτος, αρχαιολόγος, διατύπωσε μάλιστα την άποψη ότι ο μινωικός πολιτισμός καταστράφηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης που έγινε γύρω στο 1.455 – 1.450 π.Χ. Το νησί ερημώνεται για ένα χρονικό διάστημα, οπότε έχουμε ένα μεγάλο αποικιστικό ρεύμα προς τα νησιά και την Πελοπόννησο και η επίδραση του Μινωϊκού πολιτισμού σε όλες τις μορφές είναι αρκετά μεγάλη. Έτσι οι χοροί του λαβυρίνθου μετοίκησαν στον ηπειρωτικό και νησιωτικό Ελλαδικό χώρο, στην αρχή καθαρά λειτουργικά. Γιατί αποτελούσαν έκφραση της λατρείας των ανθρώπων προς τη θεά μητέρα Γη.

Η άποψη αυτή του Σ. Μαρινάτου δεν γίνεται δεκτή από ξένους ιστορικούς και αρχαιολόγους γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει πολλά περιστατικά μετά την καταστροφή. Θα εγκατασταθούν στην Κνωσό και σε ολόκληρη την Κρήτη  οι Αχαιοί από τον Ελλαδικό χώρο και θα δημιουργήσουν τη λεγόμενη αρχαιομινωική δυναστεία γύρω στο 1.380-1.370 π.Χ. Οι νέοι αφέντες θα κτίσουν νέα ανάκτορα και δεν φαίνεται να γνωρίζουν τίποτε από τα παλιά. Εξάλλου, μια έκρηξη θα έπρεπε να είχε θάψει κάτω από τα ερείπια πολλούς ανθρώπους, πράγμα που δεν διαπιστώνεται, κι όμως έχουμε μια τέλεια καταστροφή. Ακόμα και η γραφή της υστερομινωϊκής περι Η άΗ Η   φσκξόδου εξαφανίζεται. Είναι φανερό ότι οι φορείς αυτής της γραφής εγκαταλείπουν την Κρήτη.

Η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι η ολοκληρωτική καταστροφή της Κρήτης και γενικά του Μινωϊκού πολιτισμού οφείλεται στην κάθοδο των Αχαιών και όχι στην έκρηξη του ηφαιστείου. Από το 1.450 π.Χ. και μετά πράγματι έχουμε ανάπτυξη του αχαϊκού πολιτισμού, ενώ η αποδιδόμενη καταστροφή σε σεισμούς των αρχαιοτέρων ανακτόρων, ίσως υπήρξε πράγματι απλώς συνέπεια της αχαϊκής επικρατήσεως στην Κρήτη. Με την καταστροφή αυτή συνδέεται ίσως και ο θρύλος του Θησέα.

Γύρω στο 1.100 π.Χ. κατέβηκαν πια και τα τελευταία Ελληνικά φύλα από το βορά – οι Δωριείς. Αυτοί κατέκτησαν την Πελοπόννησο αλλά και τα νησιά του Αιγαίου μαζί με τη Ρόδο και Κρήτη (Δ. Ν. Στράτου 1979). Οι παλιοί Μυκηναίοι κάτοικοι της Λακωνίας, οι Αχαιοί μαζί με τους Μινωίτες αποίκους κατέφυγαν στα γύρω βουνά για ν’ αποφύγουν την υποδούλωση.

Η κυριότερη ορεινή περιοχή όπου βρήκαν καταφύγιο  οι Λάκωνες φέρει το όνομα Τσακωνιά. Το Τσάκωνες λέγεται ότι προέρχεται από την παραφθορά των λέξεων του Λάκωνες – ΤσΛάκωνες – Τσάκωνες. Την Τσακωνική διάλεκτο την μιλούσαν ακόμα και μέχρι προπολεμικά. Λέγεται ότι αυτή προέρχεται από την παλιά γλώσσα των Λακώνων. Μαζί με τα άλλα στοιχεία του πολιτισμού των Αχαιών και Μινωϊτών κατόρθωσαν να διατηρήσουν και τον χορό του Λαβυρίνθου (Δ. Ν. Στράτου, 1966). Σήμερα στην περιοχή αυτή χορεύεται ένας χορός που έχει λαβυρινθιακό τύπο και λέγεται «Τσακωνικός», ο χορός δηλ. που χόρευαν οι Τσάκωνες. Παρέμεινε δηλ. το σχήμα του χορού με προέλευση από ένα σύμβολο ιερό, δηλαδή το φίδι. Ο χορός δε αυτός είναι σοβαρός, σεμνός και μετρημένος.

Τέτοιους λαβυρινθιακούς χορούς σε σχήμα φουρκέτας που χορεύονται ακόμη και σήμερα στον Ελλαδικό χώρο μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς, όπως ο Τσακωνικός Πελοπονήσου, Πηλιορείτικος Πηλίου, Βλάχα Νάξου. Ζωναράδικος Θράκης, Συρτός – Καλαματιανός με διάφορες παραλλαγές, Σιγανός Κρήτης, Κοτσαγγέλη Πόντου, Καγγελευτός Ιερισσού Χαλκιδικής, Τρίτα – Πάτα Εδέσσης, Αγέρανος Πάρου κ.ά.

Τελικά καταλήγουμε στα παρακάτω ερωτήματα και συμπεράσματα:

Ποιός λοιπόν είναι ο πραγματικός δημιουργός του λαβυρινθιακού χορού; Ο ίδιος ο Θησέας; (αυτό σημαίνει ότι δίνουμε μια πραγματική υπόσταση στον Θησέα).

Μήπως αυτός καθ’ αυτός ο μύθος έγινε αιτία με την ποιητική και χορευτική αναπαράστασή του στην αρχαιότητα να φθάσει μέχρι τις μέρες μας σαν ο χορός του Λαβυρίνθου; Ή μήπως δεν είναι παρά ένας από τους θρησκευτικούς χορούς που είχαν οι αρχαίοι για να λατρεύουν μια θεότητά τους, το φίδι, οπότε θα έπρεπε να ονομάζεται χορός του φιδιού;

Με τα στοιχεία που έχουμε μέχρι σήμερα δεν μπορούμε με ασφάλεια να αποφανθούμε υπέρ ή κατά για καμία από τις παραπάνω υποθέσεις που αφορούν την πραγματική καταγωγή του λαβυρινθιακού χορού.

Ίσως στο μέλλον η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει στο φως νέα ευρήματα που να τεκμηριώνουν τη γέννηση και την εξέλιξή του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, Πάπυρος, Αθήνα 1964, Τόμος 9 σελ. 198.
  2. Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, Τόμος 1 σελ. 70, 177 τόμος 2 σελ. 204-205, τόμος 3 σελ. 4-58.
  3. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1970, τόμος Α, σελ. 147, 185, 197, 223, τόμος Β σελ. 1420146.
  4. Λυκεσάς Γεώργιος. Ελληνικοί Χοροί, University Studio – Press, Θεσ/νίκη 1989, σελ. 18, 25, 26, 27.
  5. Μαρινάτος Σπύρος. Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάδα, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1959, σελ. 15-17, 19, 23.
  6. Μεγάλη Γενική Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων Α.Ε. Αθήνα 1984, τόμος 35, σελ. 370.
  7. Μεγάλη Γενική Εγκυκλοπαίδεια Φοίνιξ, Αθήνα 1984, τόμος 11, σελ. 675, τόμος 15 σελ. 677, 678.
  8. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, ΗΛΙΟΣ, Αθήνα, τόμος 12 σελ. 114-16.
  9. ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ, Μεταφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακρίδη, ΟΕΔΒ Αθήνα, σελ. 163.
  10. Ρεδιάδης Περικλής, ο Κρητικός Λαβύρινθος, Δημιουργία, Αθήνα 1991, σελ. 13, 24, 25.
  11. Στράτου Δ. Ελληνικοί Παραδοσιακοί χοροί, ΟΕΣΒ, Αθήνα 1979, σελ. 19, 21, 23, 29, 31.
  12. Στράτου Δ. Οι λαϊκοί χοροί, Αθήνα 1966.
  13. Bohm Max von: Der Tanz, Wegmeister, Berlin 1925, σελ. 33, 34.
  14. Lawler B. L.: The Dance in Acient Greece, Adam u. Charles Black, London 1964, σελ. 28 έως 26.
  15. Richter G./Ulrich G: Lexikon der kunst motive, Bertelsmann, Guetersloh, 1978, σελ. 36.

 

 

Loading...