GreekBooks CDS

Basket

ΚΑΛΑΘΙ

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΙΝΤΖΕΠΕΛΗ

Σταύρος Σταυρόπουλος: Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος γεννήθηκε στο Μοσχάτο το 1962. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο και έχει συνεργαστεί, ως αρθρογράφος, με πολλά έντυπα και εφημερίδες. Κυκλοφορούν είκοσι βιβλία του. Τρία από αυτά έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Η τετραλογία Πιο νύχτα δεν γίνεται (2011) – Μετά(2012) – Καπνισμένο κόκκινο (2013) και Ολομόναχοι μαζί (2014) εγκαινιάζει τη λεγόμενη «Κοσμική τετραλογία», έργο οριακό, σαν μια μικρή, φανταστική αλληγορία που διαρρηγνύει τον Κανόνα.

 

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;

Φως των Σπορ στα πεντέμισι, Λούκι Λουκ στα οκτώ, Ρεμπό, Μποντλαίρ, Νίτσε, Μπουκόφσκι, Σαρτρ, Καμί στα 13. Στα 17, Χειμωνάς. Μετά ο Μπέκετ. Όλοι οι ποιητές, κυρίως ξένοι. Ο Φουκό. Σχεδόν πάντα, τα δάχτυλά μου είναι απασχολημένα με ένα βιβλίο. Είμαι εθισμένος στο χαρτί.

Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν;

Είναι πολλοί. Δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι γράφεις, αν δεν έχεις διαβάσει αυτά που γράφονται. Ο συγγραφέας δημιουργείται διαρκώς από αυτά που κοιτάζει, από αυτά που πιστεύει, από αυτά που προδίδεται. Το γράψιμο είναι η προδοσία της πραγματικότητας, κατά μία έννοια, ένας τρόπος να διηγηθείς τον κόσμο αλλιώς. Ο Χειμωνάς έλεγε ότι ο συγγραφέας είναι ο αναγνώστης του έργου του, ότι ο συγγραφέας δεν γράφει, «διαβάζει γράφοντας». Έτσι είναι, νομίζω. Μια διαρκής αιώρηση από την ανάγνωση στη γραφή και το αντίθετο. Και μια ανήκεστος βλάβη.  

Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;

Δεν έχω να διηγηθώ καμιά ελκυστική ιστορία με ένα πρώτο ποίημα στα οκτώ ή κάποια μικρά διηγήματα που γέννησαν προσδοκίες στην προεφηβία. Ζούσα κανονικά, σαν παιδί, χωρίς λέξεις – όμως διάβαζα και παρατηρούσα τα πάντα. Ο λόγος ήταν τότε προφορικός. Η γλώσσα περιείχε για μένα πολλά αινίγματα και προσπαθούσα να τα λύσω, να πάρω τις απαντήσεις. Έγραψα στα 19 μου το πρώτο μου βιβλίο, πιστεύοντας ότι έχω απαντήσει στα βασικότερα ερωτήματα. Μετά έφυγα στο Παρίσι. Δεν είχα, φυσικά, απαντήσει σε κανένα. Ακόμα και τώρα, μετά από 20 βιβλία, κάνω μόνο ερωτήσεις. Δεν ξέρω τίποτε άλλο και προσπαθώ διαρκώς να γνωρίσω. Ίσως ασχολούμαι με κάτι που δεν υπάρχει. Λέω πολλές φορές στον εαυτό μου: «Κόσμος είναι αυτό που φαντάστηκα, όχι αυτό που βλέπω». Και ίσως να είναι και έτσι.

Συνήθως, ό,τι εξαφανίζεται δεν χάνεται.  Αναστέλλει απλώς την παρουσία του, κάνοντας την απουσία διαρκέστερη και επώδυνη. Αυτό, όμως, είναι μια παρουσία στη διαπασών. Στην Πράξη εξαφάνισης κάποιο πρόσωπο εξαφανίζεται. Κανείς δεν σε ρωτά αν αυτό το πρόσωπο όντως υπήρξε πριν.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η ποιητική συλλογή Πράξη εξαφάνισης;

Κοιτάξτε, η Πράξη εξαφάνισης δημιουργεί καθολικά την εντύπωση ότι μιλάει για ένα χαμένο πρόσωπο. Όμως δεν συμβαίνει αυτό. Εκείνος που είναι χαμένος είναι ο κόσμος. Ο κόσμος δεν έχει ονοματεπώνυμο. Προσωποποιείται κακώς σε κάτι και αποκτά διαστάσεις φτηνής μυθολογίας. Η γυναίκα που ήταν ο κόσμος, κεντρικό πρόσωπο των τελευταίων 7 βιβλίων μου, δεν έχει πρόσωπο. Έχει όμως ταυτότητα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες. Είναι ένα θέμα που με απασχολεί πολλά χρόνια, σαν άθροισμα δύο όμοιων ζωών, δύο όμοιων χρόνων, στον ίδιο καιρό. Πιο απλά, το μαζί της ζωής.  Συνήθως, ό,τι εξαφανίζεται δεν χάνεται.  Αναστέλλει απλώς την παρουσία του, κάνοντας την απουσία διαρκέστερη και επώδυνη. Αυτό, όμως, είναι μια παρουσία στη διαπασών. Στην Πράξη εξαφάνισης κάποιο πρόσωπο εξαφανίζεται. Κανείς δεν σε ρωτά αν αυτό το πρόσωπο όντως υπήρξε πριν ή αν η απουσία του συνιστά και οριοθετεί μια μόνιμη και οριστική εκδοχή παρουσίας. Είναι παράξενο που δεν το αντιλαμβάνεται κανείς.  

Γράφετε «Υπάρχω ερήμην μου / χωρίς  λέξεις ωραίες». Πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος τα υπαρξιακά του προβλήματα μέσα από την ποίηση;

Η λογοτεχνία είναι ένας αγώνας σκληρός, ένας διαρκής πόλεμος – όμως διαφορετικός. Δεν έχεις εχθρούς ή συμμάχους ή μάλλον έχεις έναν μοναδικό εχθρό: τον εαυτό σου. Καλείσαι να τον εξαφανίσεις για να διέλθεις από τη δυσκολία της μάχης, να τον αφήσεις στο περιθώριο. Εδώ υπάρχει μια ακόμα εξαφάνιση, αυτή του εαυτού, εκτός από την εξαφάνιση του κόσμου και την εξαφάνιση του άλλου, για τα οποία μιλάει το βιβλίο. Βεβαίως, εκεί υπάρχεις ερήμην σου, μισός άνθρωπος, μισός προφήτης. Είσαι ο μόνος που πρέπει να δεις αυτό που θα συμβεί μετά, κάτω απ’ τη φόδρα των λέξεων. Για να το πεις, να το κοινωνήσεις, να το ιδρύσεις. Και αυτό είναι βαθύτατα υπαρξιακό.

Μιλάτε για την αγάπη, για τον απροσδόκητο έρωτα αλλά και την απώλεια. Γιατί η αγάπη έχει πάντα διαχρονική αξία;

Η αγάπη είναι από μόνη της μια απροσδόκητη απώλεια. Μια απώλεια που δεν περιμένεις ότι θα συναντήσεις στη διαδρομή. Υπάρχουν τρομακτικά εμπόδια, έκτακτα περιστατικά, φοβίες, αναστολές, καταιγίδες. Κατεδαφίσεις, ένθεν κι εκείθεν. Όταν όμως βρεθείς στον δρόμο της και καταφέρεις να διατηρηθείς σε αυτή την τροχιά, μοιάζει με απόρθητο φρούριο: Tο ολόχρυσο παλάτι του εαυτού σου.

Διέκρινα στην ποίησή σας μια ομορφιά  αλλά και μια μουσικότητα  σε έναν ρυθμό που σε ταξιδεύει. Δεν είναι παλιά η σχέση μουσικής και ποίησης;

Διάλεξα να υπάρχω πρώτα μέσα μου και μετά για τους άλλους. Να συμπίπτει η ζωή με το κείμενο που κατατίθεται, να διακρίνεται μέσα στο κείμενο η πατημασιά της ζωής. Γράφω όπως μιλάω και μιλάω έτσι ακριβώς, με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιώ στα βιβλία μου. Δεν είναι δικός μου ο λόγος. Ο λόγος ανήκει σε όλους, ανάλογα με τις προσπάθειες που κάνεις να τον σεβαστείς. Υπάρχει ένα θέμα αναζήτησης ταυτότητας στη σημερινή λογοτεχνία, που έχει ως πλησιέστερο κριτήριό της την αποδοχή. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Για μένα η γραφή, η ποίηση ή ο πεζός λόγος, συγκεντρώνει στα σπλάχνα της όλες τις τέχνες, και μάλιστα τις εξωραΐζει. Τις κάνει να δείχνουν λαμπρότερες, συγκλονιστικές. Η ιδέα του ρυθμού και της αρμονίας είναι σύμφυτη με την ιστορία της μουσικής. Αλλά και με την ιστορία της γραφής.

Όταν γράφεις αγωνίζεσαι να διατηρήσεις στη μνήμη, άρα και στη ζωή, κάτι που έχει πεθάνει. Οι λέξεις είναι νεκρά σύμβολα που αναζητούν μια δεύτερη παρουσία, μια ανάσταση. Ο Λεοντάρης είχε πει ότι η ζωή σκοτώνει τους ποιητές. Αλλά και η ποίηση το ίδιο κάνει.  

Πώς εξηγείτε την εις βάθος εσωτερική κινητοποίηση που προκαλούν στον αναγνώστη τα ποιήματά σας;

Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω εγώ. Εσείς ξέρετε καλύτερα γιατί κάτι κινητοποιείται, τι συμβαίνει μέσα σας. Θα σας πω, όμως, ότι γράφοντας έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος που πεθαίνει γράφει αυτές τις γραμμές, όχι εγώ. Εγώ απλώς τις επιβεβαιώνω. Είμαι, δηλαδή, μέσα στο περιστατικό των λέξεων, μέσα στο σκηνικό μιας καταστροφής, προσπαθώντας να πλησιάσω κάτι που δεν γνωρίζω, αλλά με στοιχειώνει σαν κατάρα. Όταν γράφεις αγωνίζεσαι να διατηρήσεις στη μνήμη, άρα και στη ζωή, κάτι που έχει πεθάνει. Οι λέξεις είναι νεκρά σύμβολα που αναζητούν μια δεύτερη παρουσία, μια ανάσταση. Ο Λεοντάρης είχε πει ότι η ζωή σκοτώνει τους ποιητές. Αλλά και η ποίηση το ίδιο κάνει. Τους σκοτώνει, κάνοντάς τους αθάνατους. Ίσως και να τους σκοτώνει καλύτερα. Αλλά το αποτέλεσμα του θανάτου είναι το ίδιο. Δεν ξέρω αν ξεχνάς ή αν θυμάσαι, γράφοντας. Ενδεχομένως και τα δύο. Δεν έχω ιδέα γιατί κάνω ό,τι κάνω. Απλώς νιώθω ότι πρέπει να το κάνω. Και προσπαθώ να το κάνω καλά.

Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα μπορεί ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;

Τα ποιήματα είναι προσευχές σ’ έναν άγνωστο θεό – τον θεό που ο καθένας ορίζει μέσα του και ενίοτε του αναγνωρίζει την αλαζονεία να είναι ποιητής. Αυτό είναι μια διαδικασία ανύψωσης ενός κέντρου βάρους που είναι συχνά ασταθές και χαμηλό. Το θέμα είναι πώς θα τη χρησιμοποιήσει κανείς, γιατί έχουμε δει και πολλές περιπτώσεις απογείωσης της ματαιοδοξίας κάποιων ατάλαντων και ελλειμματικών ανθρώπων που ο μανδύας της γραφής μπορεί να τους κρύψει και απ’ τον κόσμο και, κυρίως, από τον ίδιο τους τον εαυτό. Η υπερτίμηση και η υποτίμηση είναι οι δύο διαφορετικοί πόλοι της ίδιας ασθένειας. Τα ποιήματα, τα καλά ποιήματα, μεταφέρουν το εγώ στο εσύ. Και μετά στο εμείς. Ο στόχος τους είναι να σε πονούν και συγχρόνως να σε κάνουν να ελπίζεις.Έχετε διαγράψει μια σπουδαία πορεία όχι μόνο μέσα από την ποίηση και γενικότερα στη νεωτερική λογοτεχνία, αλλά και ως αρθρογράφος σε διάφορες εφημερίδες και έντυπα. Τι σας έμεινε από αυτή τη διαδρομή;

Έχω δει μια μέλισσα να πεθαίνει πάνω σε έναν τάφο, να εφορμά και να καίγεται μέσα στο δοχείο με το λιβάνι, αφού πρώτα είχε χάσει τα παιδιά της. Σε κάποιους ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς η φύση αναγνωρίζει το δικαίωμα να φεύγουν με έναν ένδοξο θάνατο, τους παρέχει τη δυνατότητα να εξιλεωθούν, να τελειώσουν πάνω στο φως. Με τους ανθρώπους δεν συμβαίνει αυτό. Έχουν έναν θάνατο κοινό, ντροπιαστικό, κρυμμένο. Ο θάνατός τους είναι αργός και ασήμαντος. Έχω δει ωραίες εικόνες, έχω μυρίσει τον αέρα της συγκλονιστικής θάλασσας, έχω δει στον ουρανό μοναδικά χρώματα, για μοναδικές φορές, σε μοναδικές στιγμές, έχω αντικρίσει τον ήλιο, θέλοντας να τον τρυπήσω και να τον μοιράσω στις ζωές των ανθρώπων, έχω ζήσει και έχω πεθάνει πολλές φορές, με την αξιοπρέπεια του βαρυποινίτη, έχω αισθανθεί την αγάπη να με λυτρώνει και να με εξαϋλώνει με τις υπερκόσμιες δέσμες της, μεταφέροντάς με σε μια ανώτερη ατμόσφαιρα γης, έχω βοηθήσει, έχω βοηθηθεί, έχω υπάρξει. Τίποτε απ’ αυτά δεν θα γινόταν ορατό, αν δεν υπήρχαν τα βιβλία και οι λέξεις. Είμαι βαθύτατα ευγνώμων σε αυτές.  

Πριν λίγα χρόνια η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, δεν θα μπορούσε το ίντερνετ να αποτελέσει μια διέξοδο ή μια κατάθεση ψυχής για τους στίχους των νέων που γράφουν ποίηση;

Ενδεχομένως. Έχω πει ότι η ιλιγγιώδης εξέλιξη των πληροφορικών συστημάτων, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την τεράστια δυνατότητα να διαχέουν δωρεάν την πληροφορία, είναι ένας κοινόχρηστος τόπος όπου επικοινωνείται αυστηρά το ιδιωτικό – και τις περισσότερες φορές αυτό συμπίπτει με το ιδιοτελές. Η μαζικότητα αυτών των μέσων τα καθιστά αφερέγγυα, τα εκτρέπει σ’ έναν εύκολο τόπο συνάντησης των αδαών. Φυσικά, μόνο και μόνο το γεγονός της παροχής δυνατότητας έκφρασης σε νέους δημιουργούς είναι πολύ σημαντικό και, θα έλεγα, έναυσμα μιας εσωτερικής απελευθέρωσης. Από την άλλη πλευρά, την Τέχνη δεν την ενδιαφέρουν οι «καταθέσεις ψυχής», οι «διέξοδοι» που αναφέρετε και συναντούν και τα δικά μου μάτια, καθημερινά, στους τοίχους και τα υπόγεια δώματα του Facebook. Υποτίθεται ότι η Τέχνη δεν είναι θεραπευτικό ίδρυμα, ούτε παραμορφωτικός καθρέφτης αντεστραμμένων ειδώλων. Είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτά – και κυρίως, πλουσιότερο. Εντούτοις, αποτελεί μια εκδοχή ζωής. Φτωχή μεν, εκδοχή δε.   

Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;

Έχει σημασία να διαβάζουμε τους ποιητές γιατί έτσι γίνονται φανερά τα ανείπωτα και αόρατα σημεία μας. Έχει σημασία να συμμετέχουμε σε αυτού του είδους την αποκάλυψη, να γινόμαστε πιο διαυγείς, πιο ανθεκτικοί στο φως. Οι ποιητές μπορεί να μην έχουν τη δύναμη – γιατί δεν τους έχει επιτραπεί από τις συνθήκες– να αλλάξουν τον κόσμο, μπορούν όμως να αλλάξουν εμάς. Και αλλάζοντας εμείς, μπορεί να αλλάξει και ο κόσμος. Δεν έχει, νομίζω, καμία σημασία η παράθεση ονομάτων, είναι και κουραστικό αυτό και οδηγητικό, περίκλειστο. Υπάρχουν πολλοί καλοί ποιητές –Έλληνες και ξένοι– για να διαβάσουμε και πολλά καλά βιβλιοπωλεία για να μας τους προμηθεύσουν. Στον Μπόρχες άρεσε πολύ η ιδέα να βλέπει τον κόσμο σαν μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Μακάρι να τον δούμε κι εμείς έτσι.

Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;

Έχω πάντα αρκετά βιβλία πάνω στο κομοδίνο μου, τα οποία με δυσκολεύουν και χωροταξικά, δεν μπορώ, φερειπείν, να ανάψω ή να κλείσω το πορτατίφ, γιατί είναι όλα σκεπασμένα. Τελευταία δεν μπορώ να κοιμηθώ. Με πιάνει ο ύπνος αφού ξημερώσει. Διαβάζω εναλλάξ και κάθετα, πότε ποίηση, πότε πεζό. Καταλαβαίνω, όμως, ότι θέλετε να σας δώσω έναν τίτλο. Θα σας τον δώσω, είναι του Γιώργου Χειμωνά: Ο εχθρός του ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1990. Στην Ελλάδα συμβαίνει το εξής καταπληκτικό: Ο καλύτερος ποιητής είναι ένας πεζογράφος.  

Ένα αγαπημένο ποίημα;
«Η ιδιοφυία του πλήθους», του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Είναι ένα ποίημα που πρέπει να διαβάσουν όλοι. Γιατί τους αφορά όλους. Είναι ένας παγκόσμιος χάρτης εν-συνείδησης. Και εν-συναίσθησης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Loading...